παραμιλάω

παραμιλάω
1
παραμιλάω (σπάν. παραμιλώ), παραμίλησα βλ. πίν. 58
2
παραμιλάω / παραμιλώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————
Σημειώσεις:
παραμιλάω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά χρησιμοποιείται στον ενεστ. και παρατατ. με την έννοια λέω ασυνάρτητα λόγια.
Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα (και αόρ. παραμίλησα) σημαίνει μιλάω πολύ ή υπερβολικά.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραμιλώ — 1 παραμιλάω (σπάν. παραμιλώ), παραμίλησα βλ. πίν. 58 2 παραμιλάω / παραμιλώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”