- παραμιλάω
- 1παραμιλάω (σπάν. παραμιλώ), παραμίλησα βλ. πίν. 582παραμιλάω / παραμιλώ βλ. πίν. 58
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:παραμιλάω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά χρησιμοποιείται στον ενεστ. και παρατατ. με την έννοια → λέω ασυνάρτητα λόγια.Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα (και αόρ. παραμίλησα) σημαίνει → μιλάω πολύ ή υπερβολικά.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.